οπτιμιστής

οπτιμιστής
ο , οπτιμίστρια η оптимист, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οπτιμιστής" в других словарях:

  • οπτιμιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού οπτιμισμού 2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + iste] …   Dictionary of Greek

  • οπτιμιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του οπτιμισμού, ο αισιόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… …   Dictionary of Greek

  • οπτιμιστικός — ή, ό [οπτιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οπτιμισμό ή στον οπτιμιστή 2. αισιόδοξος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»